- ενυδρώ
- (Α ἐνυδρῶ, -όω)νεοελλ.1. μεταβάλλω κάτι σε ένυδρο2. μέσ. γίνομαι ένυδροςαρχ.γεμίζω νερό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐνύδρῳ — ἔνυδρος with water in it masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεύχος — το / τεῡχος, ους, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μέρος συγγράμματος, συνήθως πολύτομου, που κυκλοφορεί περιοδικά και που μετά τη συμπλήρωση τού καθορισμένου αριθμού εκδόσεων συγκροτείται σε τόμους («κυκλοφόρησε το 2ο τεύχος τού 55ου τόμου τής εγκυκλοπαίδειας… … Dictionary of Greek